παρατρόχια

παρατρόχια
παρατρόχια
beside the wheel
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρατρόχιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τροχό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρατρόχια τα μέρη τού άρμαιος και γενικά κάθε τροχοφόρου που βρίσκονται κοντά στους τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τὸν τροχόν + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”